heritable$34843$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

heritable$34843$ - translation to ελληνικό

SCOTTISH LAW
Heritable Jurisdictions; Heritable jurisdiction

heritable      
adj. κληρονομήσιμος
real property         
  • right
  • Baselines]] governing the United States [[Public Land Survey System]].
LEGAL TERM; PROPERTY CONSISTING OF LAND AND THE BUILDINGS ON IT
Real Property; Immovable property; Immovable Property; Realty; Heritable property; Land for sale; Immovable (law); Land Laws; Interest in land; Land sale; Property (real estate)
ακίνητη περιουσία

Ορισμός

Heritability
·noun The state of being heritable.

Βικιπαίδεια

Heritable jurisdictions

Heritable jurisdictions were, in the law of Scotland, grants of jurisdiction made to a man and his heirs. They were a usual accompaniment to feudal tenures and conferred power on great families. Both before and after the Union frequent attempts were made by statute to restrict them since they were recognized as a source of danger to the state. All were finally abolished by the Heritable Jurisdictions Act in 1747, following the Jacobite rising of 1745, with compensation available upon formal application by the dispossessed.


This article incorporates text from a publication now in the public domain: Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Heritable Jurisdictions". Encyclopædia Britannica. Vol. 13 (11th ed.). Cambridge University Press. p. 364.